- αρδεύσιμος
- η , ο [ος , ον ] пригодный для орошения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀρδεύσιμος — irrigated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρδεύσιμον — ἀρδεύσιμος irrigated masc acc sg ἀρδεύσιμος irrigated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρδεύσιμα — ἀρδεύσιμος irrigated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)